- παρέλκυσις
- παρέλκυσιςprotractionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρελκύσει — παρέλκυσις protraction fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρελκύσεϊ , παρέλκυσις protraction fem dat sg (epic) παρέλκυσις protraction fem dat sg (attic ionic) παρέλκω draw aside aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελκύσεις — παρέλκυσις protraction fem nom/voc pl (attic epic) παρέλκυσις protraction fem nom/acc pl (attic) παρέλκω draw aside aor subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέλκυση — η / παρέλκυσις, ύσεως, ή ΝΜΑ [παρελκύω] 1. μη περάτωση μιας ενέργειας ή διαδικασίας κατά την διάρκεια τού αναγκαίου ή προκαθορισμένου χρόνου αλλά η συνέχιση της και πέρα από αυτόν, παράταση 2. βραδύτητα, επιβράδυνση, αργοπορία 3. η με αναβολές… … Dictionary of Greek
ՅԱՊԱՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 2 0330 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 14c գ. παρέλκυσις, ἁναβολή protractio, dilatio, mora. որ եւ ՅԱՊԱՂԱՆՔ. Յապաղելն. դանդաղումն. յերկարաձգութիւն. յամուրդ. անագանումն. *Մի՛ կարծեսցէ, թէ գուցէ յապաղումըն հինից… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παρελκύσῃ — παρελκύσηι , παρέλκυσις protraction fem dat sg (epic) παρέλκω draw aside aor subj mid 2nd sg παρέλκω draw aside aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)